- τριχρωματισμός
- ο тройственная или трёхкомпонентная теория цветоощущения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριχρωματισμός — ο, Ν ιατρ. όρος συνώνυμος, παλαιότερα, με την τριχρωματοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trichromatism < trichromatic (πρβλ. τριχρωματικός) + ism (πρβλ. κατάλ. ισμός*)] … Dictionary of Greek